- ῥαφῆς
- ῥαφεύςstitchermasc nom plῥαφεύςstitchermasc nom/voc plῥαφήseamfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαζί — Κωμόπολη (υψόμ. 30 μ., 8.018 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαλεβιζίου του νομού Ηρακλείου. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. * * * το 1. είδος πυκνής και στερεάς ραφής που γίνεται με ραπτομηχανή ή με το χέρι 2. κέντημα 3. φρ. «με δουλεύει ψιλό γαζί»… … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
βελονιά — η 1. τρύπημα με βελόνα 2. απόσταση μεταξύ δύο διαδοχικών τρυπημάτων υφάσματος με βελόνα 3. είδος ραφής με βελόνα («πυκνή...» «αραιή βελονιά») 4. κέντημα, ποίκιλμα 5. οξύς και σύντομος πόνος («νιώθω βελονιές στα πόδια μου») … Dictionary of Greek
βελόνα — Μικρό νησί του νοτιοδυτικού Αιγαίου. Βρίσκεται ανάμεσα στη Λέρο και στην Κάλυμνο. * * * η (AM βελόνη) 1. λεπτό μετάλλινο όργανο ραφής με αιχμηρή άκρη και τρύπα στο πλατύτερο μέρος του για να περνάει η κλωστή 2. η λεπτή αιχμή οποιουδήποτε… … Dictionary of Greek
δακρύδιο — το (Α δακρύδιον) μικρό δάκρυ νεοελλ. 1. το σημείο συναντήσεως τής πίσω δακρυϊκής ακρολοφίας και τής μετωποδακρυϊκής ραφής 2. γένος κωνοφόρων φυτών 3. γένος μυτιλιδών μαλακίων αρχ. γαλακτώδες υγρό από το φυτό σκαμμωνία το οποίο χρησίμευε ως… … Dictionary of Greek
διπλόη — η (AM διπλόη) [διπλούς] 1. πτυχή, κοίλωμα 2. το μέρος τής ραφής τών οστών τού κρανίου, η εντομή τού κρανίου αρχ. μσν. υποκρισία, ανειλικρίνεια αρχ. 1. (για μέταλλα) πτυχή, σχισμάδα, σύνδεσμος (π.χ. δύο σιδερένιων πλακών) 2. (για χρησμό) ασάφεια,… … Dictionary of Greek
εϋρραφής — ἐϋρραφής και εὐραφής, ές (Α) ραμμένος καλά, στέρεα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ραφής (< ραφή), πρβλ. νεο ρραφής, πολυ ρραφής] … Dictionary of Greek
ιστιοποιείο(ν) — το ναυτ. εργαστήριο κοπής και ραφής ιστίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστιοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] … Dictionary of Greek
ιστιορράφιον — ἱστιορράφιον, τὸ (Α) [ιστιορράφος] εργαστήριο ραφής ή επισκευής ιστίων … Dictionary of Greek
καβάλο — το το κάτω μέρος τής ραφής η οποία ενώνει τα δύο σκέλη τού παντελονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cavallo] … Dictionary of Greek